δενδρῶδες

δενδρῶδες
δενδρώδης
tree-like
masc/fem voc sg
δενδρώδης
tree-like
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • φταχρονίτικο — το, Ν βοτ. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό Αιώνιο το δενδρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ον. φυτού] …   Dictionary of Greek

  • αλκυονάρια — (alcyonaria). Τάξη θαλάσσιων οκτωκοράλλιων ανθοζώων. Τα ζώα αυτά είναι πολύποδα και σχηματίζουν αποικίες με τη μορφή μιας λευκής ή κοκκινωπής σάρκινης μάζας. Το σχήμα της αποικίας διαφέρει ανάλογα με το είδος. Συνήθως είναι δενδρώδες ή έχει σχήμα …   Dictionary of Greek

  • γιούκα — Γένος μονοκοτυλήδονων δενδρωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Είναι ιθαγενή δέντρα, κυρίως του Μεξικού και των θερμών περιοχών της Βόρειας Αμερικής. Ο κορμός τους δεν έχει διακλαδώσεις ή παίρνει προς τα πάνω τη μορφή ακατάστατης τούφας. Τα …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • ροδόδεντρο — Φυτά με ποικιλία μορφών (φρύγανα, θάμνοι, δέντρα) του γένους ροδόδενδρον (οικογένεια ερικίδες, δικοτυλήδονα). Πολλά είναι τα είδη που φύονται στην Ασία, Αμερική και Ευρώπη· από αυτά πολυάριθμα καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”